- αναβρυστικός
- -ή, -όαυτός που αναβλύζει: Η πηγή δεν ήταν αρκετά αναβρυστική.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αναβρυστικός — ή, ό [αναβρύζω] (για το νερό) αυτό που αναβλύζει από πηγή … Dictionary of Greek
αναβρύζω — αναβλύζω*, αναβρύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναβρύω. ΠΑΡ. ανάβρυση, ανάβρυσμα, αναβρυστικός] … Dictionary of Greek